- κίκκασος
- κίκκασος (Α)1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα»2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» — ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρώνβ) «βόλου ὄνομα» — ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος τής κυβευτικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την ερμηνεία τού Φωτίου, η λ. πρέπει να συνδέεται με τον τ. κίκκαδος, ενώ, κατά τη σημ. που δίνει ο Ησύχ. «βόλου όνομα», η λ. είναι πιθ. συνώνυμη τού τ. κίγκασος*].
Dictionary of Greek. 2013.